- σχοινοειδής
- -ές, Αο όμοιος με σχοίνο ή με σχοινί («σχοινοειδὲς πλέγμα», Ιώσ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < σχοῖνος + -ειδής*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σχοινοειδῆ — σχοινοειδής like a rope neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) σχοινοειδής like a rope masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) σχοινοειδής like a rope masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχοινοειδεῖς — σχοινοειδής like a rope masc/fem acc pl σχοινοειδής like a rope masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχοινοειδές — σχοινοειδής like a rope masc/fem voc sg σχοινοειδής like a rope neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχοινοειδῶν — σχοινοειδής like a rope masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολποκοιλιακός — ή, ό φρ. α) «κολποκοιλιακό δεμάτιο» ανατ. σχοινοειδής μάζα εξειδικευμένων μυοκαρδιακών ινών που αποτελεί τμήμα τού ερεθισματαγωγού συστήματος τής καρδιάς β) «κολποκοιλιακός κόμβος» ανατ. μικρή μάζα εξειδικευμένων μυοκαρδιακών κυττάρων που… … Dictionary of Greek
σειροειδής — ές, Μ όμοιος με σχοινί, σχοινοειδής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < σειρά + ειδής*] … Dictionary of Greek